- αλλαχού
- επίρρ. уст. в другом месте;
αναζητήσατε αλλαχού τον ένοχον — ищите другое лицо, ищите другого виновника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναζητήσατε αλλαχού τον ένοχον — ищите другое лицо, ищите другого виновника
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλλαχού — ἀλλαχοῦ επίρρ. (ΑΜ) κάπου αλλού, σε άλλο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. άλλος με ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή) + επίρρ. κατάλ. ου] … Dictionary of Greek
ἀλλαχοῦ — elsewhere indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
инде — в другом месте, там и тут , укр. iнде, др. русск. инде, инъде, ст. слав. инъде ἀλλαχοῦ (Клоц., Супр.), сербохорв. и̏ндjе, словен. ȋnde, ȋndi в другом месте , чеш. jinde, слвц. indе в другом месте , др. польск. indzie, indziej, польск. indziej,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
Erinyes — Two Furies, from an ancient vase. Furies redirects here. For other uses, see Furies (disambiguation). In Greek mythology the Erinyes (Ἐρινύες, pl. of Ἐρινύς, Erinys; literally the avengers ) from Greek ἐρίνειν pursue, persecute sometimes referred … Wikipedia
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλλαχή — ἀλλαχῆ και ἀλλαχῇ επίρρ. (Α) 1. κάπου αλλού, σε άλλο μέρος 2. φρ. «άλλοτε αλλαχή», μια εδώ και μια εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσψυμα αχ , όπως και στα ἀλλαχόθεν, ἀλλαχόθι, ἀλλαχοῦ κ.ά. + επιρρ. κατάλ. ή (και η)] … Dictionary of Greek
αλλαχόθεν — ἀλλαχόθεν επίρρ. (ΑΜ)·. από άλλο μέρος, από αλλού 2. από άλλη πηγή, από άλλη αιτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. θεν] … Dictionary of Greek
αλλαχόσε — ἀλλαχόσε επίρρ. (Α) προς άλλο μέρος, σε άλλο τόπο, αλλού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τής λ. ἄλλος + ουρανικό πρόσφυμα αχ (πρβλ. ἀλλαχή, ἀλλαχοῦ) + επιρρ. κατάλ. σε] … Dictionary of Greek
καταλλαχού — επίρρ. τυχαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλλαχοῦ (< ἄλλος)] … Dictionary of Greek